Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2008

Η ιστορία του "μετρώ"..

Μου είπε ότι τον λένε Μιχάλη. Μιχάλη Παπα…κάτι. Τον γνώρισα στο Μετρό της Ομόνοιας. Ζητούσε «κανα 50λεπτο ρε παιδιά να πάρω κάτι να φάω, δεν είμαι κλέφτης». Τον θυμόμουν από άλλη φορά. Μου ζήτησε και τότε, τον έβρισα και όταν το μηχάνημα έδωσε τα ρέστα από το εισητήριο, δυο κέρματα ξεγλίστρησαν και κύλησαν μακριά. Πήγε να τα πιάσει και εκνευρίστηκα. Την έκανε πάλι, μονολόγησα, κι όπως κάνω να φύγω με φωνάζει:«Κοπελιά, πάρτα, για σένα πήγα να τα φέρω».
Αυτή τη φορά πιάσαμε την κουβέντα. Έμπλεξε λέει από τα 16. Τώρα είναι 26. Μια τέτοια ιστορία πάντα σου διεγείρει το ενδιαφέρον.
Τον ρώτησα διάφορα και απάντησε σχεδόν αβίαστα σε όλα.
«..Οι παρέες και για μαγκιά στην αρχή. Τώρα αν δεν πάρω πονάνε τα κόκαλά μου..». Με τι φτιάχνεται; «Χάπια». Μα, τι χάπια είναι αυτά και που τα βρίσκει; Τόσο απλό είναι δηλαδή; «Πολύ απλό. Στεντόν και διάφορα». «Αυτά τα δίνουν οι γιατροί και μπορεί να τα παίρνουμε όλοι», του είπα φοβούμενη μήπως έχουν κάτι τα χάπια από μόνα τους. «Ναι, μόνο που εσύ παίρνεις μισό και κοιμάσαι τρεις μέρες και εγώ για να φτιαχτώ θέλω δώδεκα καρτέλες». Μισό λεπτό μετά «εντάξει, παίρνω και ηρωίνη, έτσι;»
Είχα λοιπόν πάντα την απορία αν αυτά τα παιδιά είναι γόνοι προβληματικών οικογενειών, αλκοολικών, χωρισμένων, γενικώς.. σκόρπιων..
«Όχι, όλα μια χαρά ήταν. Ο πατέρας μου ήταν εργολάβος και η μάνα μου δουλεύει ακόμη στο Θριάσειο τραυματιοφορέας. Ο πατέρας μου πέθανε από καρδιά πριν 1 χρόνο και ο αδερφός μου αυτοκτόνησε πριν δυο μήνες. Λούστηκε με βενζίνη και κάηκε. Ήταν ψυχοπαθής, στο Δαφνί». Και τι γίνεται με τη ζωή σου ρε φίλε Μιχάλη; Πως τη βγάζεις, που ζεις, η μάνα σου; «Έφυγε από το σπίτι. Μετακόμισε, δεν με άντεχε άλλο. Με παράτησε, δεν μπορούσα να πληρώσω νοίκι και με διώξανε. Μένω στο δρόμο. Ομόνοια. Που και που πηγαίνω σε κανά φίλο και κάνω κανά μπάνιο, μου δίνουν και ρούχα, αλλά δεν μπορώ να μείνω εκεί. Αυτοί μένουν με τους γονείς τους ». Του συναφιού του κι αυτοί; «Ναι, αλλά δεν τους έχουν διώξει».
Δεν μοιάζουν και όλα εντάξει, σκέφτηκα. Δυο παιδιά, το ένα ψυχικά άρρωστο και το άλλο βυθισμένο στις λάθος επιλογές του. Τι έγινε λάθος; «Τίποτα. Όλα καλά». Εσύ; Νιώθεις εντάξει, πως αισθάνεσαι για όλο αυτό, είχε δίκιο η μάνα σου να σου φερθεί έτσι; «Άσχημα. Φταίω, το ξέρω. Είχε δίκιο η μάνα μου. Έπαιρνα τα πράγματά μου από το σπίτι και τα πούλαγα για να βγάλω τη δόση. Αγανάκτησαν, έχουν δίκιο».
Πολύ κοινότυπη ιστορία. Πολύ Βασιλάκης Καΐλας, και δεν ξέρω αν άξιζε για 2 ευρώ.
Παρόλα αυτά η περιέργεια για το πρωτότυπο με καθήλωσε. Μήπως αυτή η ιστορία, μήπως, έχει κάτι καινούριο. Το ήξεραν δηλαδή, ε; Και πως το αντιμετώπισαν; «Με έστειλαν ενάμιση χρόνο στην Ισπανία. Καθάρισα, αλλά ήρθα εδώ και ξανάμπλεξα». Πως; «Οι παρέες. Δεν είναι δύσκολο». Πριν από όλα αυτά τι έκανε, πως ζούσε; «Σου είπα, από τα 16 είμαι μπλεγμένος. Δούλευα εξωτερικός υπάλληλος, μηχανάκι, ξέρεις. Μετά τα έδινα όλα στη δόση και έπεσα». Από τι ξεκίνησες; «Από μαύρο».
Φάτε την, σκληρά και μαλακά και αηδίες, φώναξε μέσα μου μια φωνή.
Στο μεταξύ, μαζεύτηκαν γύρω μας άλλοι δυο τρεις για επαιτεία για τη δόση τους. Με έναν ο Μιχάλης γνωριζόταν. «Α, εσύ είσαι ρε φίλε, σε ξέχασα», του είπε ο άλλος όταν Μιχάλης του εξήγησε ότι τα βράδια τα περνάνε παρέα.
Πήραν τον οβολό τους και μας άδειασαν τη γωνιά. Αφού σπίκαραν το παραμύθι «δεν είμαι κλέφτης». Μάλλον πιάνει. Η ώρα περνούσε και ο Μιχάλης έχανε πολλά εικοσάλεπτα από τη δόση του για να μιλάει μαζί μου. Που τα βρίσκεις, κυκλοφορούν οι έμποροι για πλάκα ανάμεσά σας; «Σοβαρά μιλάς; Ότι ώρα θες βρίσκεις». Και η αστυνομία; Είστε όλοι σωριασμένοι στην πλατεία, δεν κάνει ντου, δεν τους πιάνει; «Μπα, που να τους βρει. Περνιούνται για χρήστες. Εμάς τους χρήστες δεν μας κάνουν τίποτα». Αν θέλω δηλαδή έρχομαι κι εγώ το βράδυ, κάθομαι, παίρνω τη δόση μου.. κανείς δεν ενοχλεί κανέναν, ε; Αφινιάζω. Δεν μπορεί. Μια στίβα ανθρώπων είναι σωριασμένη στο κεντρικότερο σημείο της πόλης. Στην γνωστότερη πλατεία της χώρας. Κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι γιαυτό; Μας έχουν φτάσει σε σημείο μυθριδατισμού. Περνάμε από την Ομόνοια το βράδυ και βλέπουμε τα πτώματα σαν μέρος από τα άθλια μπετά του Αβραμόπουλου. Τόσα φυτά εκεί σου λέει κι αυτός, τι να τα κάνουμε τα δέντρα;
Και τι στοιχίζει όλο αυτό; Πόσο κοστίζει να είσαι ένα μέρος της στίβας; «Γύρω στα 10 ευρώ κάθε βράδυ». Χωρίς να φας; «Αμα φτιαχτώ δεν με νοιάζει να φάω». Ναι, αλλά τα βγάζεις αυτά τα λεφτά; «Γύρω στα 7 ευρώ πάνω κάτω βγάζω». Εικοσάλεπτο, δεκάλεπτο, εφτά ευρώ.. Με τι μοιάζει αυτή η αίσθηση; Μοιάζει ας πούμε όπως όταν κάποιος πίνει πολύ; Πως είναι, για να τα ξεπουλάς όλα για πάρτη της; «Ναι, κάπως, όχι ακριβώς. Κάπως σαν να έχεις πιει». Σου εξασφαλίζει ευφορία, σε κάνει δηλαδή χαρούμενο, να ξεχνιέσαι; «Τώρα παίρνω για να μην πονάω». Στην αρχή; «Κάπως έτσι, χαρούμενο». Φοβάσαι; «Τι να φοβηθώ»; Ρε παιδί μου, το βράδυ κοιμάσαι έξω, αύριο δεν ξέρεις τι ξημερώνει, τι θα φας, πως θα βγεις. Ήταν το πιο επιφυλακτικό ΄΄φοβάμαι΄΄ που έχω ακούσει ποτέ στη ζωή μου.
Γιατί δεν κάνεις κάτι για τον εαυτό σου; «Σαν τι ρε κοπελιά, α, πες μου εσύ». Δηλαδή δεν το έχεις σκεφτεί ποτέ να ξεφύγεις από αυτό; Να βρεις τη μάνα σου, να πας σε κάποιο κέντρο, να αρχίσεις από την αρχή. «Το χω σκεφτεί. Η μάνα μου δεν θέλει ούτε να με δει. Δεν ξέρω και που μένει. Να ξεφύγω, να βρω καμιά δουλειά.. Για να ξεφύγω θέλει μεθαδόνη. Ξέρεις πόσο κάνει; 100 ευρώ. Που θα τα βρω;». Θέλεις να πεις ότι αν σου έδινε κανείς 100 ευρώ θα έκοβες; Τόσο απλά; Τα 100 ευρώ σου λείπουν για να φτιάξει η ζωή σου; Μ’ αυτό ξεγελιέσαι;
Πόση ώρα κάνει να σε πιάσει το στερητικό από την τελευταία φορά που πήρες; «Δεν ξέρω. Κάθε βράδυ παίρνω.»
«Από αυτούς που βλέπεις να περνάνε βιαστικοί, κάποιοι σας έχουν γραμμένους και κάποιοι θέλουν να σας βοηθήσουν. Τι θα τους έλεγες; Ας πούμε ότι μπορώ να σε βοηθήσω. Τι θα μου ζητούσες;». Παύση. Κατά βάθος ήθελες να ζητήσεις τα 10 ευρώ για να τελειώνει για σήμερα, αλλά η κατάσταση σε έκανε τσακάλι. «Τα 100 ευρώ για τη μεθαδόνη, τα έχεις;». Κάποιος σας έμαθε να χτυπάτε στο φιλότιμο.
Χάρηκα πολύ Μιχάλη. «Κοπελιά, πως σε λένε;» «Μαρία» «χάρηκα».
«Μήπως έχεις 10 ευρώ; Για να μην κλέψω». Δεν άντεξε. Αποκαλύφθηκε. «Δεν σας φταίμε σε τίποτε» του είπα νευριασμένη. «Μήπως..», «Σου έδωσα τα τελευταία 2 ευρώ μου, αλλά αλήθεια τι σε κάνει να πιστεύεις ότι μπορεί να μου περισσεύουν;» Δεν μίλησε. «Βγάζεις ζητώντας 350 ευρώ το μήνα. Βγάζω με δουλειά 700».
Όσο με λένε Μαρία, άλλο τόσο μπορεί να σε λένε Μιχάλη, και άλλο τόσο μπορεί να είναι αλήθεια η ιστορία σου.
Το βράδυ όμως μετράς κέρμα -κέρμα να μαζέψεις για ένα φτιάξιμο. Η Πολιτεία όταν γράφτηκες στον ΟΚΑΝΑ σου έδωσε τρία χρόνια κάρτα αναμονής. Διορία. Αν δεν έχεις ξοφλήσει ως τότε, περνάς το κατώφλι μιας νέας ευκαιρίας.
Καληνύχτα Μιχάλη. Εσείς μετράτε φραγκοδίφραγκα και εμείς μετράμε αστέρια στον ουρανό. Για κάποιους μπορεί να είστε μια ευχή όταν ένα αστέρι πέσει. Βαριά.
Αν θέλεις να βοηθηθείς δεν με πείθεις ότι δεν μπορεί να γίνει. Γιατί στον βολεμένο κόσμο μου όλα είναι εφικτά…

Δεν υπάρχουν σχόλια: